Π. Καρκατσούλης, εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, Σύμβουλος ΑΣΕΠ,
π. βουλευτής
Μεγάλος ο αχός που προκλήθηκε, τις προηγούμενες ημέρες, από τη χρήση δύο ιδιώνυμων εκφράσεων. Η μια, το «βαθύ κράτος», συναντά την άλλη, τις «χρόνιες παθογένειες», και οι δύο μαζί αποτελούν το έωλο βάθρο επί του οποίου η κυβέρνηση επιχειρεί να στήσει το δικό της ανάχωμα στη λαϊκή κατακραυγή για τις ευθύνες της στην τραγωδία των Τεμπών.
Εν αρχή, όμως, η «των ονομάτων επίσκεψις»: Τι σημαίνει «βαθύ κράτος»; Ένα κράτος που υποκρύπτει άλλους μηχανισμούς οργάνωσης και λειτουργίας, πέραν εκείνων του τυπικού κράτους. Είθισται να αποκαλούμε ένα τέτοιο κράτος ως «παρακράτος». Αυτό στελεχώνεται, ιδίως, από ανθρώπους που έχουν πρόσβαση σε μηχανισμούς καταστολής (π.χ. Αστυνομία, Στρατός, παραστρατιωτικά σώματα). Χαρακτηριστικό παράδειγμα βαθέος κράτους είναι η Τουρκία, όπου το «derin devlet» δηλώνει τη διαπλοκή των δυνάμεων ασφαλείας, της πολιτικής, της δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης με το οργανωμένο έγκλημα.
Ένα τέτοιο «βαθύ κράτος» δεν έχει σχέση με τον ορισμό του βαθέος κράτους από τον Πρωθυπουργό ως ενός κράτους «που παραμένει βαθύ, γιατί είναι στηριγμένο σε ανεύθυνες συμπεριφορές, μικροκομματικά τερτίπια». Αυτά παραπέμπουν σε ελλείμματα διακυβέρνησης, όπως αυτά που μπορεί να συναντήσει κανείς στην εξαετία που παρήλθε: Αρχίζοντας από ένα «επιτελικό κράτος» το οποίο δεν κατάφερε να αποτρέψει ‒ούτε καν να αντιμετωπίσει ολοκληρωμένα‒ καμία φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή και περνώντας στην αντιμετώπιση των διοικητικών παθολογιών, οι οποίες όχι μόνο δεν θεραπεύτηκαν, αλλά αναβαθμίστηκαν και γιγαντώθηκαν. Οι μεταρρυθμίσεις που εξαγγέλθηκαν για να τις αντιμετωπίσουν είτε έμειναν στα χαρτιά είτε προχώρησαν με πολύ αργό ρυθμό είτε ακυρώθηκαν από άλλες παράπλευρες.
Μια τέτοια περίπτωση είναι ο εσωτερικός έλεγχος που μετά από συνεχείς παλινωδίες, επί μια ολόκληρη τριετία (2021-2024), η εφαρμογή του παραπέμφθηκε στις καλένδες. Αντί για τη συστηματική αναζήτηση και άρση των διοικητικών εμποδίων στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, επιχειρήθηκε η παράκαμψή τους, μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών που αναζητούν, per terram per mare, ποινικές ευθύνες. Έτσι, οι απανωτές επισημάνσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Ανεξάρτητης Αρχής για τις Δημόσιες Συμβάσεις παραβλέπονται και παρακάμπτονται. Η κατάχρηση της πρακτικής των απευθείας αναθέσεων που έχει, εν πολλοίς, υποκαταστήσει τις διαγωνιστικές διαδικασίες δεν σχολιάζεται ούτε αντιμετωπίζεται ‒ απλώς, γενικεύεται.
Το ίδιο συμβαίνει με μια άλλη σπουδαία μεταρρύθμιση, την πολυ-επίπεδη διακυβέρνηση, που ποτέ δεν ξεκίνησε. Κάποιοι σύμβουλοι συνεχίζουν να συμβουλεύουν, με το αζημίωτο, κάποιους κυβερνητικούς αξιωματούχους, ενώ η ασυνεννοησία και η ολιγωρία στην εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών που μεταφέρονται από την κεντρική διοίκηση στην περιφερειακή και τοπική και τούμπαλιν, εική και ως έτυχε, έχουν ακυρώσει τη μεταρρύθμιση. Οι Περιφέρειες και οι Δήμοι, χωρίς να διοικούν συγκεκριμένα πεδία πολιτικής, εξακολουθούν να αποτελούν απλούς εντολοδόχους κακοσχεδιασμένων αθηνοκεντρικών πολιτικών. Αυτές εκκινούν από την εποπτεία του καθαρισμού των οικοπέδων, κατά τον μήνα Ιούνιο (!) και εκτείνονται μέχρι τη διοίκηση της καθαριότητας και της συντήρησης σχολείων και νοσοκομείων. Εννοείται ότι οι υπηρεσίες των Υπουργείων και των Νομικών Προσώπων στην Περιφέρεια δέχονται εντολές από το κέντρο και ουδόλως συντονίζονται από την Περιφέρεια, που εξακολουθεί να αποτελεί ένα αποθετήριο κονδυλίων που σπαταλώνται, στην πλειονότητά τους, σε έργα βιτρίνας.
Απέναντι στη δικτύωση και τη συνεννόηση των επιπέδων διοίκησης και των δημοσίων πολιτικών αντιπαρατάσσεται μια θηριώδης «γραμματεία της κυβέρνησης», ένας συγκεντρωτικός μηχανισμός που προσπαθεί να διοικήσει με έδρα το Μέγαρο Μαξίμου από το πού θα στηθούν σκηνές για τους πλημμυροπαθείς του θεσσαλικού κάμπου μέχρι το ποιος θα επιλεγεί διευθυντής κρατικής ορχήστρας.
Οι αποφάσεις εξακολουθούν να λαμβάνονται, σε μεγάλο βαθμό, εν κρυπτώ και με τη χρήση μεθόδων και εργαλείων του παρελθόντος, που αντιβαίνουν ευθέως στην, κατά τα λοιπά, θεσμοθετημένη «χρηστή διακυβέρνηση». Αυτό αποδεικνύουν το ένα τρίτο των άρθρων των νομοσχεδίων που δεν αποτελούν καν αντικείμενο διαβούλευσης καθώς και η συνεχιζόμενη εξοργιστική πρακτική των τροπολογιών-νόμων. Κι ενώ οι λειτουργικές και οργανωτικές μεταρρυθμίσεις χωλαίνουν, συντηρείται μια παρελκυστική πληροφόρηση των πολιτών υπέρ του υποτιθέμενου ψηφιακού κράτους ‒ δηλαδή, μιας σειράς απλών διαδράσεων της τεχνολογίας και των πολιτών με τη δημόσια διοίκηση που δεν αγγίζει καν τους τομείς όπου ανθεί η διαφθορά (π.χ. αγοραπωλησίες ακινήτων).
Αντιθέτως, λοιπόν, προς εκείνους που αναζητούν το βαθύ κράτος σε εικονικές πραγματικότητες, τον τίτλο κερδίζει επάξια το πελατειακό κράτος. Εύρωστο και ασυγκράτητο, εκτείνεται τόσο στα μείζονα όσο και στα ελάσσονα. Πρόκειται για μια μεθοδολογία οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους που δεν επικεντρώνεται στους θεσμούς, στην αποκέντρωση, τον διάλογο και τη διαφάνεια, αλλά στα προσωπικά συμφέροντα των κυβερνητών, στη συναλλαγή, τον αυταρχισμό και τη χειραγώγηση.
Πολλοί μεταρρυθμιστές πίστευαν, λανθασμένα, ότι το πελατειακό σύστημα αποτέλεσε μια, περιορισμένη στις προσλήψεις, αναχρονιστική πολιτική η οποία έχει, πλέον, παρέλθει. Αντιθέτως, ο πελατειασμός, προσαρμοζόμενος στα εκάστοτε κοινωνικο-πολιτικά δεδομένα, επικαθορίζει αποφάσεις, δομές, υποδομές, υπηρεσίες και ανθρώπους.
Πρόκειται, εν συνόψει, για μια διαχρονική αντίληψη διοίκησης που επιφυλάσσει περιορισμένο ή καθόλου ρόλο στο διοικητικό κράτος· εκείνο, δηλαδή, το κράτος της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της ελευθερίας που οραματίστηκαν ο Woodrοw Willson και o Dwight Waldo, το οποίο επιχειρεί να αποδομήσει, σήμερα, ο Πρόεδρος Trump. Mε ενάργεια και σαφήνεια προσδιόρισε την αποστολή του αυτή ο Stephne Bannon, ο βασικός στρατηγικός νους του Προέδρου. Οριοθέτησε, ήδη στην πρώτη θητεία του Trump, το διοικητικό κράτος ως εσωτερικό εχθρό που πρέπει να παταχθεί, διότι εμποδίζει την επιτυχία των πολιτικών τού Προέδρου.
Σήμερα, στο ταραχώδες και απρόβλεπτο διεθνές περιβάλλον, η εγχώρια πολιτική σκηνή καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε μια εκσυγχρονιστική στρατηγική αναίρεσης των διοικητικών δυσλειτουργιών και σε μια αναχρονιστική, πελατειακή και δήθεν μεταρρυθμιστική στρατηγική που συντηρεί και δυναμώνει το βαθύ κράτος.
Οι πολίτες μέλλει να αποφασίσουν ποια από τις δύο θα επικρατήσει. Οι κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι έχουν επιλέξει την πρώτη.