Συνέντευξη του Μάνθου Σκαργιώτη στον Χρήστο Ζηκούλη για το bookia.gr με αφορμή το βιβλίο του

Ο Μάνθος Σκαργιώτης γεννήθηκε στο χωριό Μονολίθι Ιωαννίνων το 1952. Σπούδασε φιλολογία. Ζει στην Αθήνα. Μυθιστορήματα: Το Λαθραίο (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991), Η αλάνα με τις ακονόπετρες (Δωρικός, Αθήνα 1995), Ουδέτερη Ζώνη (Κέδρος, Αθήνα 1995), Δώδεκα μήνες, δεκατρία φεγγάρια (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2001), Το παρελθόν επιστρέφει από τον άλλο δρόμο (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2004), Ένα κλειδί, τρεις πόρτες (Μεταίχμιο, Αθήνα 2009), Στο δρόμο των αρωμάτων (Διόπτρα, Αθήνα 2015), Ουμπούντου, (Διόπτρα, Αθήνα 2019). Ποιήματα: Ματωμένοι Σάρακες, (Κριτήριο, Αθήνα 1974), Στο ρυθμό της Κύπρου (Γιάννινα 1978). Κείμενά του είναι δημοσιευμένα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά ή συμπεριλαμβάνονται σε ανθολογίες. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά (Uno Specchio, Santerno Edizioni, Italia 1985). Έχει βραβευτεί με το Α′ βραβείο για ανέκδοτη συλλογή ποιημάτων από τον Φιλολογικό Παρνασσό το 1987, με το Α′ βραβείο σε ποιητικό διαγωνισμό του Δήμου Καλλιθέας Αττικής το 1983, με το Β′ βραβείο από τον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάς-Κύπρος σε πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό το 1982, με το Α′ βραβείο διηγήματος από τον ίδιο Σύνδεσμο το 1992.

Κάθε σελίδα του βιβλίου είναι κι ένα μονοπάτι που καλεί τον αναγνώστη να το διαβεί. Κι ο αναγνώστης, στο διάβα του αυτό, επιστρέφει σε μια χρονική περίοδο που δεν την έζησε (τέλη 19ου αιώνα - αρχές 20ού), για να βιώσει με τον κεντρικό ήρωα, τον Πόρτουλα, σημαντικά ιστορικά γεγονότα, να επισκεφτεί φυσικά τοπία, να συναναστραφεί με υπαρκτά πρόσωπα του παρελθόντος και να γνωρίσει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Αυτό το ταξίδι στον χρόνο και την ιστορία επιθυμούσατε να το πραγματοποιήσει ο αναγνώστης;

Ήταν δική μου η επιθυμία να απολαύσω ένα τέτοιο ταξίδι. Κι ενώ περνούσα ανάμεσα από όλα αυτά που αναφέρατε, προσπαθούσα να τα αναπλάσω στο χαρτί όσο καλύτερα μπορούσα για δική μου πάλι ικανοποίηση. Ταυτόχρονα όμως ήθελα να προκαλέσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον «δελεάσω», ώστε να τα γνωρίσει κι αυτός. Να δει, ν’ ακούσει, να νιώσει. Με την ελπίδα πως θα ωφεληθεί και συναισθηματικά και πνευματικά. Έπρεπε, με άλλα λόγια, αυτά (τοπία, γεγονότα, πρόσωπα, καθημερινότητα) να γίνουν πρώτα σπίτι μου με αυλή και κήπο και, στη συνέχεια, οι αναγνώστες καλεσμένοι μου. 

Ο Πόρτουλας γεννήθηκε στο χωριό Βορδό Ιωαννίνων, το οποίο μετονομάστηκε σε Μονολίθι το 1927 και τυγχάνει να είναι ο τόπος γέννησής σας. Έτσι, το βιβλίο είναι γεμάτο από εικόνες του φυσικού τοπίου της Ηπείρου και από την καθημερινή ζωή των κατοίκων της αλλά και από ήχους, δείχνοντας την αγάπη σας για την πατρίδα σας. Ποια επίδραση ασκεί ο συγκεκριμένος τόπος σε σας τον ίδιο; Θεωρείτε ότι επηρέασε τον τρόπο γραφής σας σε κάποια από τα βιβλία σας;

Η επίδρασή του είναι καταλυτική υπό την έννοια ότι για μένα ο τόπος αυτός νικάει τον χρόνο. Θέλω να πω ότι το χωριό με κρατάει πάντα παιδί. Σε κάθε επίσκεψή μου εκεί, αφήνω στην άκρη την πραγματική ηλικία μου και βλέπω τον κόσμο με τα μάτια ενός δεκαπεντάχρονου. Όσο για τον τρόπο γραφής, νομίζω πως τον επηρέασε γενικώς. Οι γκρεμοί, τα ξέφωτα, τα άγρια και τα ήμερα της φύσης, ο καθαρός ουρανός, η πέτρα, οι άνθρωποι, ο δυνατός βοριάς, τα ανήσυχα νερά άφησαν έντονα «αποτυπώματα» στην έκφραση και το ύφος. Καθόρισαν, θα έλεγα, τις γλωσσικές τεχνικές και την αρχιτεκτονική των κειμένων.

Ο κεντρικός ήρωας γνώρισε άσχημη συμπεριφορά από τους συγχωριανούς του ως μικρό παιδί, διότι γεννήθηκε εκτός γάμου από άγνωστο πατέρα και αφέθηκε βρέφος στην πόρτα ενός σπιτιού. Αυτή η εχθρική συμπεριφορά και η αναζήτηση της αλήθειας για την προέλευσή του καθόρισαν τη δική του στάση ζωής. Σίγουρα πρόκειται για συμπεριφορές που υπήρχαν στο παρελθόν. Σήμερα, άραγε, έχουμε μάθει ως κοινωνία ότι ο κάθε Πόρτουλας-παιδί χρειάζεται την ίδια αγάπη από τους ανθρώπους όπως κάθε παιδί και όχι λιγότερη ή καθόλου; Εξακολουθεί να υφίσταται ο όρος «μη κοινωνικά αποδεκτός»;

Σήμερα έχουν αλλάξει αρκετά τα πράγματα. Σ’ αυτό βοήθησε η εκπαίδευση. Το σχολείο, από τη δεκαετία του 1950, είναι υποχρεωτικό για αγόρια και κορίτσια, σε αντίθεση με την εποχή στην οποία εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα. Έτσι, με το χρόνο, ξεπεράστηκαν αρκετά ταμπού. Τώρα, στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι αποδέχονται τον συνάνθρωπο που σε παλιότερη εποχή θεωρούνταν απόβλητος. Βέβαια, δεν έχουμε φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο. Εξακολουθούν να υπάρχουν εκείνοι που συμπεριφέρονται ταπεινωτικά σε όσους δεν είναι, κατά τη γνώμη τους και την κουλτούρα τους, «κανονικοί». 

Θα μπορούσα να πω ότι δύο βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι η εσωτερική πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό την οποία συχνά βιώνει το άτομο -πάλη που οδηγεί στην κάθαρση- αλλά και η αξία του καθημερινού αγώνα ως του στοιχείου αυτού που θα επιτρέψει στον άνθρωπο να ανακαλύψει τις δυνατότητές του και παράλληλα να υπερβεί εμπόδια που συχνά θεωρούνται ανυπέρβλητα. Συμφωνείτε με τη συγκεκριμένη διαπίστωση; Υπήρξε και κάποιο άλλο μήνυμα που επιδιώξατε να «περάσετε» μέσα από το μυθιστόρημά σας;

Πράγματι, σ’ αυτούς τους δυο βασικούς άξονες υφάνθηκε η ιστορία. Και μάλιστα υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ της εσωτερικής πάλης και του καθημερινού αγώνα στον στίβο της σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι, ο ένας άξονας προσδιορίζεται από τον άλλο. Πέραν αυτού, ως δημιουργός «άκουγα» διάφορα μηνύματα και θα ήθελα αυτά να φτάσουν και στον αναγνώστη. Όπως, για παράδειγμα, το μέγα μάθημα που βγαίνει από την περιπέτεια του γεφυριού (τρεις φορές γκρεμίστηκε και τρεις ξαναχτίστηκε): όσες φορές κι αν πέσει ο άνθρωπος, τόσες φορές μπορεί να σηκωθεί, αν πραγματικά το θέλει. Ή το άλλο: ο καθένας οφείλει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι κάποιες πτυχές μέσα του, όσο κι αν προσπαθεί να τις φωτίσει, θα μείνουν για πάντα σκοτεινές.

Ο άνθρωπος είναι ένα πουλί που θέλει να πετάει ή ένα δέντρο που θέλει να ριζώνει; Ή μήπως πετάει καλύτερα όταν ξέρει πού βρίσκονται οι ρίζες του;

Θα έλεγα πως ο άνθρωπος είναι και τα δυο, και πουλί με φτερά, και δέντρο με ρίζες. Δισυπόστατος. Αν είναι μόνο δέντρο, δεν θα γνωρίσει ολόπλευρη τη ζωή. Μισός θα ζήσει και μισός θα φύγει από τον κόσμο. Αν είναι μόνο πουλί, χωρίς ρίζες, θα τον αρπάξουν οι βοριάδες και θα χαθεί. Η ουσία λοιπόν πιστεύω πως κρύβεται στο δεύτερο ερώτημά σας: «πετάει καλύτερα όταν ξέρει πού βρίσκονται οι ρίζες του» και τις αποζητά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ξενιτεμένος, γέρος πια, θέλει να γυρίσει για να πεθάνει στον τόπο του. Ή ότι ο εσωτερικός μετανάστης αφήνει «εντολή» να πάνε τα κόκαλά του στο κοιμητήρι του χωριού του.   

Το «ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ» θα το τοποθετήσω στην κατηγορία των βιβλίων που διδάσκουν ιστορία, λαογραφία και γεωγραφία. Επίσης και στην κατηγορία των βιβλίων που εστιάζουν στον άνθρωπο ως μια ανήσυχη οντότητα που παλεύει καθημερινά όχι μόνο για την επιβίωση του σώματος αλλά για την ψυχική, πνευματική και συναισθηματική του πλήρωση. Για τον αέναο αγώνα να γεμίσει τα «άδεια δωμάτια» της ζωής του. Αποτελεί, λοιπόν, ένα διδακτικό βιβλίο για τον αναγνώστη. Συμφωνείτε μαζί μου;

Η δική μου πρόθεση δεν ήταν να διδάξω με την τρέχουσα σημασία του όρου. Μάλιστα το ρήμα «διδάσκω» παραπέμπει σε σχολείο, βαθμούς, εξετάσεις, και είναι φορτισμένο περισσότερο αρνητικά παρά θετικά. Πάντως, αν η συγκίνηση που ένιωθα εγώ γράφοντας το μυθιστόρημα και τα ερωτήματα που «δεχόμουν» από τα γεγονότα, τις συμπεριφορές και τις αναζητήσεις των προσώπων έχουν τη δυναμική να φτάσουν και στον αναγνώστη και να τον κεντρίσουν γόνιμα και δημιουργικά, θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Γιατί μαζί με αυτά θα φτάσουν αβίαστα και όλα τα άλλα που αναφέρονται στην ερώτησή σας.

Θα ήθελα να πραγματοποιήσετε, εάν είναι εφικτό, μια σύγκριση του αναγνώστη τού «σήμερα» με τον αναγνώστη τού «χθες», καθώς έχετε «αφουγκραστεί» τις ανάγκες και τις επιθυμίες του αναγνωστικού κοινού σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Θεωρείτε πως υπάρχει κάποια ειδοποιός διαφορά μεταξύ των σύγχρονων αναγνωστών και αντίστοιχων παλαιότερων εποχών;

Πιστεύω πως ο σημερινός αναγνώστης έχει κάποιες διαφορές από τον χθεσινό. Κι αυτό γιατί η σύγχρονη κοινωνία είναι διαφορετική από την παλιότερη. Εικόνα αυτής της κοινωνίας (για να θυμηθούμε τη Γαλάτεια Καζαντζάκη) δεν είναι ο καθένας μας; Σήμερα όλοι και όλα τρέχουν. Υπάρχει ένας περίεργος, τουλάχιστον για τα μάτια των παλιότερων, αυτοματισμός. Αυτό επηρέασε τον ψυχισμό των ανθρώπων. Εκείνο που έδινε ο συγγραφέας παλιά με είκοσι λέξεις, ο σημερινός αναγνώστης θέλει να του δοθεί με δέκα λέξεις. Και δεν χρειάζεται πάντα γέφυρες για να πάει από τη μια σκηνή στην άλλη, από τη μια ενότητα στην άλλη. Ούτε πολλά λογοτεχνικά στολίδια, ούτε βαριές κι ατέλειωτες περιγραφές. Η ψηφιακή εποχή μάς έχει φέρει στα μέτρα της.  Φυσικά και υπάρχουν σταθερές στη λογοτεχνία που έρχονται από τον Όμηρο και δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ… Ως προς τα θέματα (ιστορία, έρωτας, πολιτική, ψυχολογία κ.λπ.) οι όποιες διαφοροποιήσεις είναι αργοκίνητες. Παραμένει, ωστόσο, ανοιχτό το ερώτημα: Ο συγγραφέας πρέπει να «συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις» της εποχής; Αν ναι, ως προς τι και ως ποιο σημείο;

Πώς βιώνεται η καθημερινότητα από έναν συγγραφέα όπως εσείς; Πώς εκλαμβάνει, φιλτράρει και ερμηνεύει τα καθημερινά γεγονότα, τις εικόνες που αντικρίζει γύρω του, τις συναναστροφές του με τους ανθρώπους; Αποτελεί αυτή η καθημερινότητα ερέθισμα για συγγραφή;

Ο συγγραφέας, κατά κανόνα, είναι εσωστρεφής. Παρατηρεί τα απλά, ψυχανεμίζεται τα αθώρητα, προσανατολίζει τις κεραίες του, ακούει, νιώθει, γίνεται σφουγγάρι, αφομοιώνει τα εξωτερικά ερεθίσματα με σύνθετες διεργασίες, πότε επώδυνες, πότε ευχάριστες, βυθίζεται στο παρελθόν, επιχειρεί «εξορμήσεις» στο μέλλον, φορτίζεται, κι ύστερα «ξεσπάει» στο χαρτί. Πάντα υποβοηθούμενος από τα μαθήματα που, εν αγνοία τους, παραδίδουν καθημερινά οι ποικίλοι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Οι όποιες παρεμβάσεις του στα κοινωνικά δρώμενα γίνονται, συνήθως, μέσω του βιβλίου του. Μέσα σ’ ένα τέτοιο «αλώνι» θα τοποθετούσα τον εαυτό μου. 

Κλείνοντας τη συνέντευξή μας θα ήθελα να σας θέσω και ένα γενικότερο ερώτημα, καθώς το συγγραφικό έργο σας και η ποιότητά του καταδεικνύει πως είστε ο καθ’ ύλην αρμόδιος για να απαντήσετε: Πιστεύετε πως ένας συγγραφέας πρέπει να γράφει για τον εαυτό του ή για το αναγνωστικό κοινό του; Η έκφραση των σκέψεων, δηλαδή, αποτελεί υπαρξιακή ανάγκη που πρέπει οπωσδήποτε να διοχετευτεί στο χαρτί, ή ο συγγραφέας πρέπει να γράφει με βάση αυτό που πιστεύει ή θεωρεί ότι μπορεί να αρέσει στο κοινό του; Μπορεί, επίσης, η επιδίωξη της επιτυχίας να λειτουργήσει περιοριστικά κάποιες φορές για έναν συγγραφέα; Και, τέλος, υπήρξε φορά που πιάνοντας τον στυλογράφο για να ξεκινήσετε τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου -από τα πολλά που έχετε γράψει- νιώσατε την ανάγκη να κατευθυνθείτε σε μια συγγραφική πορεία διαφορετική από τις προηγούμενες;

Πρώτα να σας ευχαριστήσω για τα τιμητικά λόγια και τη γενναιοδωρία σας… Η άποψή μου είναι ότι ο συγγραφέας (όπως αναφέρθηκε παρεμπιπτόντως και πιο πάνω) καταπιάνεται με κάτι που θα συγκινήσει τον ίδιο. Η συγγραφή είναι, καθώς εύστοχα είπατε, υπαρξιακή ανάγκη του δημιουργού, λύτρωση προσωπική. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το εγχείρημα-κείμενο βγαίνει ωφελημένο, γιατί ο συγγραφέας είναι ο πιο απαιτητικός αναγνώστης του εαυτού του, ο πιο δύσκολος κριτής. Συνάμα, υπηρετείται έτσι μία από τις αρχές, μάλλον η βασικότερη, της συγγραφής: η ειλικρίνεια. Εν τέλει, αν αρέσει στον ίδιο το έργο του, ίσως αρέσει και σε κείνους με τους οποίους συγγενεύει ψυχικά, πνευματικά… Όσο για την επιδίωξη της επιτυχίας (προφανώς εννοείτε την εμπορική), θα έλεγα πως στη λογοτεχνία λειτουργεί περιοριστικά (αν όχι αρνητικά), γιατί ο συγγραφέας θα είναι, τρόπον τινά, αναγκασμένος να γράφει ό,τι ικανοποιεί το ευρύ αναγνωστικό κοινό με συνέπεια να κάνει πολλούς συμβιβασμούς… Έρχομαι στο τελευταίο ερώτημά σας. Ως προς το ύφος, ναι, την ανάγκη μιας μερικής αναπροσαρμογής την έχω νιώσει, γιατί επιβαλλόταν από το περιεχόμενο του βιβλίου. Ως προς τη θεματολογία, φροντίζω έτσι κι αλλιώς να περιπλανιέμαι κάθε φορά σε διαφορετικά συγγραφικά τοπία. Τις βασικές αρχές μου όμως πάντα τις ακολουθώ.

Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σας και να συνεχίσετε να δίνετε πάντα στην πένα σας τη μαγεία που της αξίζει.

Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Ζηκούλη, για τις ερωτήσεις και τις ευχές σας.