Εξήντα έξι συγγραφείς γράφουν για τη ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ - Ελληνοεκδοτική
Δείγμα σελίδας 1
Δείγμα σελίδας 2
Δείγμα σελίδας 3
Δείγμα σελίδας 4
Δείγμα σελίδας 5
Δείγμα σελίδας 6
Δείγμα σελίδας 7
Δείγμα σελίδας 8
Δείγμα σελίδας 9
Δείγμα σελίδας 10
Δείγμα σελίδας 11
Δείγμα σελίδας 12
προηγούμενη επόμενη

Εξήντα έξι συγγραφείς γράφουν για τη ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ

ISBN: 978-960-563-489-6

Συγγραφέας: ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
-10%
Διαθέσιμο
Λιανική τιμή: 13.01 € 14.45 €
εξώφυλλο σε προοπτική
εξώφυλλο
οπισθόφυλλο

Ποια είναι η σημασία του γενέθλιου τόπου για τον καθένα;

Ο γενέθλιος τόπος είναι το εφαλτήριο για να φτάσεις και να γνωρίσεις τον προσωπικό σου κόσμο. Ή πιο σωστά να τον ανακαλύψεις. Σε αυτόν μαθαίνεις τι είναι ο δρόμος, με τους ήχους και την περιπέτειά του, τι είναι το πεζοδρόμιο, τι είναι τα κτήρια με τα μυστικά και τις ιστορίες τους και, κυρίως, ποιοι είναι οι άνθρωποι που κατοικούν πλάι σου.

Εξήντα έξι συγγραφείς γράφουν για τη Γενέθλια Πόλη τους. Γράφουν για το πώς ήταν τότε και πώς είναι σήμερα. Αποτυπώνουν εμπειρίες που έζησαν και βιώματα που απέκτησαν μεγαλώνοντας στον τόπο τους.

Εξήντα έξι ιστορίες συγκινητικές, νοσταλγικές, χαρούμενες, ευφυέστατες, ανθρώπινες.

Διαβάζοντάς τες θα νιώσετε πάλι παιδιά, θα θυμηθείτε τα όνειρα που κάνατε και θα ανασύρετε στην επιφάνεια τις δικές σας αναμνήσεις…  

Η παιδική ηλικία παίζει, όπως γνωρίζουμε, σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου. Γιατί, όπως λέει ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης, πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια.

(Aπό τον πρόλογο του επιμελητή, Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη.)

«Είναι ο τόπος σου, είναι ακόμη κάτι πιο βιολογικό, πιο πρωτόγονο, η έλξη της γης σου – κάτι σαν το μαγνήτη της φωτιάς στην παγωνιά, σαν την πείνα και σαν το ίμερο. Δεν το ’χα νιώσει άλλη φορά, τούτο το συναίσθημα, έτσι… Όλα με τραβούν προς τα πίσω. Καθώς ακουμπώ την πένα, αυτή τη στιγμή, ταυτίζομαι με το παιδί των δώδεκα χρονώ που άνοιξε πρώτη φορά ένα τετράδιο για να γράψει το ημερολόγιό του…»

[Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Ε΄, 1 ΓΕΝΑΡΗ 1945 – 19 ΑΠΡΙΛΗ 1951, 17/10/1950, εκδ. Ίκαρος, σ. 213].

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου.)

Στον συλλογικό τόμο έγραψαν οι συγγραφείς:
Τατιάνα Αβέρωφ, Γρηγόρης Αζαριάδης, Στρατής Αναγνώστου, Διαμαντής Αξιώτης, Έλενα Αρτζανίδου, Γιάννης Ατζακάς, Νατάσσα Βαφειάδου, Μηνάς Βιντιάδης, Γιώργος Ι. Βοϊκλής, Γιώργος Γκόζης, Θοδωρής Γκόνης, Βασίλης Γκουρογιάννης, Γιώργος Δάγλας, Κοραής Δαμάτης, Γεράσιμος Δενδρινός, Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Τάσος Καλούτσας, Κώστας Θ. Καλφόπουλος, Ισμήνη Καπάνταη, Δημήτρης Καρατζιάς, Κατερίνα Καριζώνη, Δημήτρης Καταλειφός, Νίκος Κατσαλίδας, Δημήτρης Κωστόπουλος, Πασχάλης Λαμπαρδής, Κώστας Λάνταβος, Διονύσης Λεϊμονής, Γιώργος Λεονταρίτης, Θανάσης Λιακόπουλος, Κώστας Λογαράς, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Στέλιος Μάινας, Ανδρέας Μήτσου, Στέφανος Μίλεσης, Πολύνα Γ. Μπανά, Βαγγέλης Μπέκας, Κωνσταντίνος Μπούρας, Θανάσης Νιάρχος, Τόλης Νικηφόρου, Γιάννης Πανούσης, Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος, Θοδωρής Παπαθεοδώρου, Γιάννης Η. Παππάς, Γιάννης Πατσώνης, Βάλτερ Πούχνερ, Δήμητρα Πυργελή, Έρη Ρίτσου, Λιάνα Σακελλίου, Λεύκη Σαραντινού, Ντίνος Σιώτης, Αντώνης Δ. Σκιαθάς, Ουίλλιαμ Σουλτς, Γιώργος Σταυριανός, Κώστας Στοφόρος, Πολύβιος Στράντζαλης, Ευαγγελία Τότσκα, Νώντας Τσίγκας, Μάκης Τσίτας, Φίλιππος Φιλίππου, Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Άγγελος Χαριάτης, Χρήστος Χαρτοματσίδης, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Ελένη Χωρεάνθη.

 

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΟΛΗ

Καλειδοσκόπιο της Ελλάδας

το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα

H παιδική ηλικία είναι η κοινή μας πατρίδα. Είναι το χωράφι που η ψυχή θα σπείρει τους πρώτους σπόρους της. Κι ό,τι σπείρεις θερίζεις σε όλη σου τη ζωή. Είναι η μάνα που κάποτε θα εγκαταλείψουμε αλλά πάντα θα επιστρέφουμε στην αγκαλιά της είτε για ν’ αντλήσουμε φως από όμορφες μνήμες είτε για να γιατρέψουμε τις πληγές από τις σκοτεινιές της.

Κατάθεση μνήμης 66 συγγραφέων είναι η «Γενέθλια πόλη» της Ελληνοεκδοτικής. Ένα καλειδοσκόπιο εικόνων, χρωμάτων, αρωμάτων και αισθημάτων με φόντο την Ελλάδα το δεύτερο μισό του 20ου αι.  Οι εικόνες της θα μπορούσαν να είναι σκηνές από το «Δέντρο που πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη , τα «Δελφινάκια του Αμβρακικού» του Ντίνου Δημόπουλου, το “Pepermint” και την “Uranya του Κώστα Καπάκα.  

Με το «Έβρος εξπρές» ξεκινά το ταξίδι, τον «μουτζούρη» που ξεκινούσε από τον Πειραιά για να διανυκτερεύσει στα Δίκαια του Έβρου, «στον κόρφο τριών λαών και πολιτισμών» και γενέθλια πόλη του Θοδωρή Παπαθεοδώρου, με το πατρικό του δίπλα στις γραμμές του τρένου. Η πρωινή προσευχή του μουεζίνη το ξυπνητήρι των παιδικών χρόνων της Νατάσσας Βαφειάδου στην πολύχρωμη Κομοτηνή με το λεκτικό μωσαϊκό και τους διαφορετικούς και συνάμα τόσο όμοιους κατοίκους της, όσο τα ελάφια και τα παγώνια του ζωολογικού της κήπου. Με τις μουσικές κουρτίνες -είδος μελωδικών κρουστών- παρομοιάζει τους ήχους στα πλακόστρωτα της παλιάς Ξάνθης η Δήμητρα Πυργελή. Στην Καβάλα κατοικεί η μνήμη των Διαμαντή Αξιώτη και Γιάννη Ατζακά. Ο πρώτος την ατενίζει από τα κάστρα της και χάνεται στο λιμάνι με τους αχθοφόρους και τις φορτωμένες βάρκες ενώ ο δεύτερος με την ανάμνηση του εφηβικού φθόνου (θεριεμένου από τη μοναξιά και τη φτώχεια) αναθυμάται τα καπνεργατικά υψώματα της ανάγκης και τη «βασιλεία των πλουσίων» στα χαμηλά. Στην ήσυχη και «αθώα» Δράμα στις αρχές του ’70 μια βόλτα με το παϊτόνι και μια τουλούμπα αξίζουν για την Πολύνα Μπανά όσο όλοι οι θησαυροί του κόσμου.

Το «σύννεφο» των παιδικών αναμνήσεων δεν έχει όμως μόνο τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Για τον Δημήτρη Καρατζιά στην Πεντάπολη Σερρών τα καλοκαίρια είχαν από τα οκτώ του χρόνια  άρωμα καπνού και δουλειά στα χωράφια: ίσως γι’ αυτό ακόμη και σήμερα κάθε καλοκαίρι αδημονεί να έρθει ο Σεπτέμβρης. Και άδικες συμπεριφορές σφραγίζουν τις εφηβικές αναμνήσεις. Ο Μάκης Τσίτας όλο χαρά θα πάρει το λεωφορείο από τον γενέθλιο Αξό Πέλλας για την εμποροπανήγυρη των Γιαννιτσών. Η συμπεριφορά όμως που θα «εισπράξει» θα σκιάσει τη χαρά του. Ένας νάνος λαχειοπώλης αναπόσπαστο κομμάτι της μικρής κοινωνίας του Κιλκίς του ’70 είναι ο ήρωας της Ευαγγελίας Τότσκα. Και μαζί ένας λόφος που κρύβει στα σπλάχνα του…40 μαγικές κάμαρες!

Ο μαγεμένος βυθός του Θερμαϊκού που κρύβει ναυάγια στα σπλάχνα του βυθού του και η γλυκιά, πικρή και λαβωμένη από την ιστορία της Θεσσαλονίκη- περιστοιχισμένη από βυζαντινά και οθωμανικά μνημεία- σφράγισαν τα παιδικά χρόνια της Κατερίνας Καριζώνη. Αν και ποτέ δεν εγκατέλειψε την πόλη ο Θεσσαλονικιός Τόλης Νικηφόρου μόνο στα όνειρά του επιστρέφει σε ανθρώπους που έφυγαν και σε κτίσματα που χάθηκαν. Μία συγκέντρωση παλιών συμμαθητών δίνει το έναυσμα στον Τάσο Καλούτσο να ξεκινήσει από ένα προσφυγόσπιστο δίπλα στον χείμαρρο του Κυβερνείου για να φτάσει στις επιχωματώσεις που γέννησαν τη Νέα Παραλία και το ιστορικό Ε’ Αρρένων με τις σημαντικές προσωπικότητες. Τον καθημερινό ποδαρόδρομο των τεσσάρων χιλιομέτρων από τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης στο Γυμνάσιο του Βαρδάρη μνημονεύει ο  Γιάννης Πατσώνης  μαζί με παιχνίδια στους δρόμους, παγωτό κασάτο και σάμαλι αράπικο.

Ο Ιγνάτης Χουβαρδάς αναζητά τον κώδικα που θ’ αποκρυπτογραφήσει τις αρχαίες πέτρες, την υγρασία και τις ξαφνικές καλοκαιριές της Βέροιας ενώ την αναζήτηση της μνήμης του έρχεται να τορπιλίσει το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών του 2003. Τα ιστορικά γεγονότα συνοδοιπορούν με τη μνήμη των συγγραφέων: η δικτατορία θ’ αλλάξει τα πάντα στην Καστοριά του Νώντα Τσίγκα. Μια βλάχα της Φλώρινας μας κερνάει πέτουρα και… την ιστορία της οικογένειάς της χάρη στον Γιώργο Γκόζη.

Η Ήπειρος κυλά στις φλέβες της Τατιάνας Αβέρωφ που νιώθει ευγνωμοσύνη επειδή την άφησε να οικειοποιηθεί τις κρυψώνες, τους ήχους και τα χρώματά της χωρίς σκέψη οφειλής. Στα βουνά της Ηπείρου σκαρφαλώνει και ο Βασίλης Γκουρογιάννης: ασπρόμαυρη η μνήμη του από τις μαυροφορεμένες που πενθούσαν κάποια απώλεια. Ξυπόλητο παιδί  σεργιανά  στο άγριο παιχνίδι της ζωής με πρωτόγονο ψάρεμα, φρουτοκλοπές και πετροπόλεμο. Και μετά στα Γιάννενα, την πόλη τη γυάλινη και την μαλαματένια…

Γαρδέλια (καρδερίνες) και κορίτσια στο δάσος του ελαιώνα της Πρέβεζας για τον Βαγγέλη Μπέκα: εξερευνήσεις, περιπέτειες και ποδόσφαιρο στην αλάνα πριν η πόλη συνδεθεί οδικά με Αιτωλοακαρνανία και Λευκάδα. Καύκαλο της χελώνας η γενέθλια Άρτα για τον Γιάννη Παππά, με τους «ορεινούς» και τους «καμπίσιους» ν’ αντιπαλεύουν για τον πρώτο λόγο στην πόλη. Στην Αμφιλοχία του Ανδρέα Μήτσου, σε πρώτο πλάνο ένα σπαθί κι ο Τσουφ ο σαλός της πόλης των παιδικών του χρόνων.  Σε πέτρινα διώροφα με μικρά μπαλκόνια και σε χαμηλά σπιτάκια δίπλα στα ρέματα που χώριζαν το Αγρίνιο σε συνοικίες κατοικεί η μνήμη της Ελένης Χωρεάνθη, έναν τόπο γεμάτο ποτάμια και αρχαιοελληνικά τοπωνύμια. Μία οικογενειακή φωτογραφία το τελευταίο Πάσχα με το πατέρα πυροδοτεί τη μνήμη του Διονύση Λεϊμονή στο γενέθλιο Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας «που πλατσουρίζει με τη λιμνοθάλασσα». Στα Ταμπάκικα της Λάρισας με τους οίκους ανοχής, τα γλέντια, τις ερωτικές αντιζηλίες και τους καυγάδες επιστρέφει ο Κώστας Λανταβός, σε έναν «Κήπο της Εδέμ» που τον χειμώνα η λάσπη έφτανε μέχρι το γόνατο. Δρόμους και ανθρώπους από το χθες ιχνηλατεί στον γενέθλιο Βόλο ο Θανάσης Νιάρχος.

“Και οι τόποι άνθρωποι είναι. Περιφέρονται στα όνειρά μας, μας καλούν και μας φωνάζουν” γράφει ο Θοδωρής Γκόνης. Στο γενέθλιο Ναύπλιο, τον καλούν οι φυλακές του Ιτς Καλέ κι ένα μονάχο κυπαρίσσι κάτω απ’ το Παλαμήδι, τεκμήριο ενός άδοξου έρωτα. Η εποχή που πρωταγωνιστεί στο Λουτράκι του Γιάννη Πανούση είναι το καλοκαίρι με την ακμή, την παρακμή και το ξαναζωντάνεμα της  λουτρόπολης μέσα από γλέντια, ρομαντικούς έρωτες και όμορφες εικόνες. Στην Πάτρα του ’60 τριγυρνά ο Κώστας Λογαράς: πριν σκεπαστεί ο «Διακονιάρης» (ο πιο επικίνδυνος χείμαρρος της πόλης) και πριν καν… χτιστεί η αβασίλευτη δημοκρατία με τη βασιλομήτωρα Φρειδερίκη να επισκέπτεται την πόλη μετά τις πλημμύρες του ’62.

Πώς ήταν η Καλαμάτα του ’70; Παράδεισος στα μάτια του Κωνσταντίνου Μπούρα, με λουλουδιασμένα αρχοντικά, γλυκές γεύσεις, αγαπημένους ήχους από το ραδιόφωνο και κυνήγι τζιτζικιών το καλοκαίρι. Γενέθλιος τόπος του Νίκου Κατσαλίδα ο γεμάτος μυστήρια κήπος του πατρικού του, χωρίς να προσδιορίζεται ο τόπος και ο χρόνος. Πρωταγωνιστές του «Τα σκυλάκια», τα βελουδένια λουλουδάκια, πότε στόματα λύκου, πότε λιονταρίσια ρουθούνια και πότε περήφανες σημαιούλες στην παιδική του φαντασία. Κάθε δωμάτιο του πατρικού του κι ανάμνηση, κάθε βήμα και μία εικόνα απ’ το χθες για τον Πασχάλη Λαμπαρδή.  Η αγάπη της μάνας, οι συγκρούσεις με τον αυστηρό πατέρα, τα νυχτέρια με συγγενείς και φίλους…

Σε αρκετά κάδρα η Αθήνα, ο Πειραιάς και συνοικίες τους.  Ο Γρηγόρης Αζαριάδης σεργιανίζει στο Δουργούτι (Νέο Κόσμο) στα μέσα του ’50 σε στενά χωμάτινα δρομάκια με παράγκες γεμάτες ζωή κι αγάπη. Κυκλάμινα μαζεύει η Ισμήνη Καπάνταη στους πρόποδες του Λυκαβηττού μετά τα πρωτοβρόχια και ατρόμητη κάνει ποδήλατο χωρίς να κρατά το τιμόνι, στην κατηφόρα από την Γεννάδιο βιβλιοθήκη μέχρι την Υψηλάντου. Ο Κώστας Καλφόπουλος τριγυρνά στο κέντρο της Αθήνας  στις αρχές του ’60 από την πλατεία Κολοκοτρώνη μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού και του Φιξ με τον αέρα να μυρίζει μαγιά. Στο Παγκράτι του ’50 με χωματόδρομους, ξεκλείδωτες πόρτες, πλανόδιους ψαράδες και μανάβηδες αλλά και… πετρόπολεμο κάνει στάση η μνήμη του Γιώργου Παπαθανασίου.  Μια Νέα Σμύρνη με μονοκατοικίες και κήπους ζωντανεύει ο Δημήτρης Καταλειφός: ο πρόσφυγας παππούς του από το Τσανάκαλε έφτιαξε τον πρώτο φούρνο τη δεκαετία του ’30.  Θεατρική σκηνή η Πλατεία Βάθης του Γιώργου Λεονταρίτη με πολιτικούς, καλλιτέχνες, συγγραφείς και πρωταγωνίστρια μία όμορφη και μυστηριώδη Ρωσίδα.

«Παιδί από το ποτάμι» ο Δημήτρης Κωστόπουλος, γεννήθηκε στα Αρμένικα που πλημμύριζαν με την πρώτη βροχή: πάντα όμως θυμάται με αγάπη  το Περιστέρι με τα ζαχαροπλαστεία και τους κινηματογράφους του. Στο Περιστέρι στα μέσα του ’60 καταλήγει η περιπλάνηση του Αντώνη Σκιαθά: αφετηρία ένα καρβουνιάρικο στην προκυμαία της Σμύρνης τη μέρα του χαλασμού του ’22. Στο γειτονικό Αιγάλεω, ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης τρυπώνει σε μικρά δωματιάκια με κληματαριά στην αυλή, για να κοιμηθεί γλυκά το χειμώνα σε μια γωνιά με βελέντζα και το καλοκαίρι στην ταράτσα. Θα περάσει κι από το Μεταξουργείο για μια πρώτη γνωριμία με τον έρωτα σε σπίτια «με κόκκινο φωτάκι».  

Ναυτικοί, πλοία και γεύση αλμύρας από τον παλιό Πειραιά. Ο ναυτικός πατέρας του Στέφανου Μίλεση βουτηγμένος στην πίσσα και στα λάδια, τα καρβουνιάρικα του Ξαβέρη και προσκλητήριο ονομάτων στην Υδραίικη συνοικία στην οποία μεγάλωσε. Στην Καλλίπολη του Πειραιά ο Άγγελος Χαριάτης μαθαίνει ποδήλατο σε δρόμο με κλίση 30% και κάνει καλοκαιρινές βόλτες στη Φρεατύδα αλλά και στο πολύχρωμο παζάρι του Πειραιά στις αρχές του ’80.  

Ένα Κυριακάτικο πρωινό με μυρωδιά βενζίνης, η ιεροτελεστία του ψαρέματος με τον πατέρα και το Μόδι-  η βραχονησίδα σε σχήμα λιονταριού- άρρηκτα δεμένα με τον Πόρο των παιδικών χρόνων της Λιάνας Σακελλίου. Τη «μαγική» εμπειρία της πρώτης επαφής με τη λατέρνα κάποιο Δεκαπενταύγουστο σε μια Τήνο που τα πλοία αγκυροβολούσαν στη μέση του λιμανιού κι ο κόσμος μεταφέρονταν με βάρκες μοιράζεται ο Ντίνος Σιώτης. Στη Σύρο του Στέλιου Μάινα παρελαύνει μια άλλη Ερμούπολη με νερουλάδες για να κλέψει στη συνέχεια τα εφηβικά του καλοκαίρια η Αντίπαρος με το φως της το ανεκτίμητο και μη εξαγοράσιμο.  Στη Μυτιλήνη του ’60 τη μνήμη της όσφρησης του  Στρατή Αναγνώστου σφράγισαν μυρωδιές από λάδι, ελαιοπυρήνα αλλά  ιμάμ μπαϊλντί και κυδωνάτο της Πολίτισσας γιαγιάς του. Στις εικόνες του γέροντες με βράκες και παγωτατζήδες με τρίτροχα ποδήλατα λίγο πριν ο Μακρυγιαλός πληρώσει το τίμημα της ανάπτυξης και τα νεοκλασικά κατεδαφιστούν.

Άρωμα εμφυλίου και δικτατορίας έχουν οι μνήμες του Γιώργου Βοϊκλή από την γενέθλια ορεινή Καστανιά στη δυτική Σάμο. Το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα στο Καρλόβασι της Σάμου, ο παραλιακός με τα ερειπωμένα βυρσοδεψία, οι ποδηλατάδες και οι βουτιές στα αφρισμένα κύματα κατοικούν στη μνήμη της Έρης Ρίτσου. Το λιμάνι της Κάσου είναι ο πυρήνας της ψυχής του Μηνά Βιντιάδη το ορμητήριο αλλά και το καταφύγιο στο οποίο επιστρέφει από τα νέα λιμάνια στα οποία τον οδήγησαν τα ταξίδια της ζωής του. «Στα λιμάνια τα μαντήλια των κοριτσιών έχουν μεγαλύτερη αξία από τις Τράπεζες» γράφει…

Γεύση από Ιόνιο από τον Φίλιππο Δρακονταειδή ο οποίος ξεδιπλώνει ένα πανόραμα χαρακτήρων ανθρώπων που έφτιαξαν περιουσίες στη Ζάκυνθο αλλά και των απογόνων που τις ξεκλήρισαν. Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στη γενέθλια Κέρκυρα του Φίλιππου Φιλίππου παραμονή της άφιξης του βασιλικού ζεύγους και αναστατώνουν την πόλη. Ο Γιώργος Δάγλας, σαν άλλος Οδυσσέας επιστρέφει με τη μνήμη στην Ιθάκη του, στις αρχές του ’70 όταν φοιτά στο Ναυτικό Λύκειο στο Βαθύ για να κάνει συντροφιά με παλιούς ναυτικούς που πίνουν αμίλητοι και να συμμετάσχει σε ολονύχτιες συζητήσεις στο καφενείο της εξέδρας.

Το καφέ των σπιτιών και των μιναρέδων και το βαθύ μπλε του πελάγους κυριαρχούν στο Ρέθυμνο των παιδικών χρόνων της Λεύκης Σαραντινού που το ενετικό και οθωμανικό παρελθόν του το κάνει να φαντάζει ακόμη πιο γοητευτικό. Για τον Γιώργο Σταυριανό οι Κυριακές στο Ηράκλειο μυρίζουν λιβάνι και αρνάκι στο φούρνο. Με οδηγό τη μνήμη αναζητά την ομορφιά, το ήθος και τη σεμνότητα του χθες που έχουν ανάγκη σήμερα παρά ποτέ το Ηράκλειο αλλά και όλη η χώρα. Αγκυροβόλι μνήμης η πευκόφυτη με θέα το Λιβυκό Ανατολή αλλά και η Ιεράπετρα Λασιθίου για τον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη. Από τις διαλέκτους και τα ιδιώματα του τόπου η ψυχή του αντλεί την αναπνοή της.

Υπάρχει όμως ανά την υφήλιο και μία άλλη Ελλάδα, σε τόπους σύμβολα της συλλογικής μνήμης αλλά και σε μεγαλουπόλεις όλο μυστήριο. Τα παιδικά χρόνια του Κοραή Δαμάτη έχουν βραχεί από την αλμύρα της αγριεμένης θάλασσας του Ελ Αγκάμι, του αιγυπτιακού Σεν Τροπέ  της ελίτ της Αλεξάνδρειας. Αντίς Αμπέμπα στα Αιθιοπικά σημαίνει «νέο λουλούδι» και θα προσφερθεί στον έφηβο Θανάση Λιακόπουλο το 1991, μετά την πτώση του δικτάτορα Μεγκίστου. Μια πόλη της φτώχιας αλλά και της μουσικής, του χορού και της άδολης αγάπης, με σάουντρακ τη φωνή του  ιμάμη και τις βυζαντινές ψαλμωδίες. Στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του ’60 επιστρέφει ο Πολύβιος Στράντζαλης για να παίξει στους δρόμους της με Ρωμιόπουλα και Τουρκόπουλα και να κάτσει στα θρανία του Ζωγραφείου Γυμνασίου αλλά και του Λυκείου της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Η Μπρονισλάβα, ένα πανέμορφο αγοροκόριτσο όμοιο με θεά του πολέμου των Βίκιγκς έχει σκλαβώσει τις παιδικές αναμνήσεις του Χρήστου Χαρτοματσίδη. Φόντο  των αναμνήσεών του η Σόφια στη Βουλγαρία του ’60 ένα βιομηχανικό περιβάλλον με πολυκατοικίες υπό ανέγερση. Ποια είναι η πατρίδα αναρωτιέται η Έλενα Αρτζανίδου παιδί μεταναστών που γεννήθηκε στη Γερμανία, όταν ο πατέρας τη στέλνει στην Ελλάδα για να μάθει γράμματα. Ένα σκουριασμένο παιδικό καροτσάκι στο πατάρι είναι η «ανακάλυψη» που θυμίζει στην Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου ένα «ξενοδοχείο παιδιών» στη Γερμανία και την ίδια να ρουφά τα Σαββατοκύριακα τη μυρωδιά των γονιών της σαν διψασμένο ελαφάκι. Όσο για τον Κώστα Στοφόρο η Ρώμη πρόλαβε να ριζώσει στην καρδιά του κι ας την εγκατέλειψε μικρός. Επιστρέφει διαρκώς γιατί είναι η…αιώνια αγάπη: Amor αν διαβάσεις ανάποδα το όνομα της!   

Δελτία για ψωμί και γάλα αλλά και δωρεάν εισιτήρια για τα κρατικά θέατρα και την όπερα, στον ρωσικό τομέα της μεταπολεμικής Βιέννης για τον Βάλτερ Πούχνερ ενώ ο Ουίλιαμ Σουλτς διασχίζει τον Ατλαντικό για να βρεθεί στο Rock Falls του Ιλινόις των ΗΠΑ με τα ξύλινα σπίτια, το κυνήγι για πασχαλινά αυγά, τις γιγάντειες καλαμποκοφυτείες  αλλά κι έναν ανεμοστρόβιλο που έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή του.

Γλώσσα και γη καθορίζουν την ταυτότητά μας. Το φιλμ ή οι φωτογραφίες μπορεί να ξεθωριάσουν όχι όμως και οι αναμνήσεις μας.

 

 

  • Διάσταση: 15 x 22 εκ
  • Σελίδες: 312
  • BARCODE: 9789605634896
  • ISBN: 978-960-563-489-6
  • Εξώφυλλο: Μαλακό
  • Ημερ. κυκλοφορίας: 12-06-2022
Φώτο συγγραφέα
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ