Η τσάντα της Μελίνας
ISBN: 978-960-563-404-9
Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που μου συνέβη,
μόλις χτύπησε το τελευταίο κουδούνι.
Τετράδια, μολύβια, χρώματα, γόμες, ξύστρες, βιβλία
άρχισαν να μεγαλώνουν και να πετάνε στον αέρα.
Πριν προλάβω να βγω απ’ την τάξη,
όρμησαν όλα μέσα στην τσάντα μου.
Είχε γίνει τεράστια πια! Προσπάθησα πολλές φορές
να τη βγάλω από πάνω μου, αλλά δεν τα κατάφερα.
Με τόσο βαρύ φορτίο, πώς θα έκανα τη μελέτη στο σπίτι;
Και κυρίως πώς θα πήγαινα για πιάνο, ζωγραφική,
μπαλέτο και κολύμπι αμέσως μετά;
- Διάσταση: 22 x 30 εκ.
- Σελίδες: 40
- BARCODE: 9789605634049
- ISBN: 978-960-563-404-9
- Εξώφυλλο: Σκληρό
Γίνεται με λίγες μόνο λέξεις η Μαίρη να πει τόσο πολλά για τον μπαμπά της;
Σίγουρα ναι!
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΠΑΙΔΙ ΑΛΛΩΣΤΕ...
Τη νύχτα στο χωριό τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ. Κανείς δεν τολμά να βγει έξω. Φοβούνται τους λύκους που περιφέρονται στο δάσος. Κανείς δεν ξέρει αν είναι άγριοι ή ήμεροι, αλλά και κανείς δεν μπορεί να τους σκοτώσει. Ήταν άλλωστε η τελευταία επιθυμία μιας γυναίκας, της Μαριάννας, που έζησε πριν από διακόσια περίπου χρόνια σε αυτό το χωριό. «Μην τους πειράξετε!» είχε πει τότε. Κι όλοι σεβάστηκαν την επιθυμία της.
Όταν ο Λούης και οι γονείς του εμφανίζονται στο χωριό, με την ελπίδα να κάνουν ένα όμορφο ξεκίνημα εκεί, οι χωριανοί δεν τους καλοδέχονται. «Φύγετε! Όσο είναι καιρός!» τους προειδοποιούν καθημερινά. Φοβούνται την κατάρα ενός ισχυρού μάγου από το παρελθόν: «Καταραμένοι όλοι οι ξένοι που ζουν και θα ζουν σε αυτό το χωριό!».
Ο Λούης και η Άννα, η μοναδική του φίλη στο χωριό, θα προσπαθήσουν να ξετυλίξουν το κουβάρι του μυστηρίου. Γρήγορα θα διαπιστώσουν πως δεν πρόκειται για θρύλο, αλλά για μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης, μίσους, εκδίκησης, πέρα για πέρα αληθινή.
Άραγε θα καταφέρουν να φτάσουν ως το τέλος ή η κατάρα είναι τόσο ισχυρή, που θα παγιδέψει και τους ίδιους;

Δεν θα κοιμηθώ απόψε
ISBN: 978-960-563-383-7
Σειρά βιβλίων: Με λένε Αργύρη, εμένα!
Βιβλίο 1ο: Δεν θα κοιμηθώ απόψε
Ποιος είμαι και τι δηλώνω
Γιατί δεν ξέρω αν σας το είπα… Με λένε Αργύρη, εμένα! Κι ό, τι λέω, το εννοώ!
Ποια είναι η ιστορία μου
Παραμονή Πρωτοχρονιάς θα ξενυχτήσω, περιμένοντας τον Αϊ-Βασίλη να με επισκεφτεί στο σπίτι μου. Φυσικά, έχω σκαρφιστεί πολλούς τρόπους, για να το καταφέρω αυτό και να μην κοιμηθώ…
Ποια είναι η πρώτη αποστολή που σας αναθέτω
Αναγνωρίστε όσα δωμάτια του σπιτιού και όσα αντικείμενα μπορείτε!
Ένα πρωινό ο μπαμπάς ήρθε με τα προβατάκια μας
μέσα στην αυλή του σχολείου!
– Μα, για να τα γνωρίσουν οι συμμαθητές σου!
μου είπε ενώ τον κοιτούσα άφωνος.
Μια άλλη μέρα οι γονείς μου παρουσιάστηκαν
με τις παραδοσιακές στολές τους
στη γιορτή που ετοιμάζαμε με την τάξη μου!
– Αυτή είναι η παράδοσή μας, αγάπη μου!
Γιατί με κοιτάς έτσι; απόρησε η μαμά.
Τι άλλο μου ετοιμάζουν πραγματικά δεν ξέρω!
Τρομάζω μόνο και να το σκεφτώ…
«Λουκά, με αυτά που κάνεις θα μείνεις μόνος!»
μου είπε μια μέρα η μαμά.
Πήρα το ύφος του μετανιωμένου παιδιού.
Παλιά έπιανε αμέσως. Εκείνη τη μέρα, όχι.
«Στο δωμάτιό σου, τώρα!» μου φώναξε
κι εγώ, απλώς, εξαφανίστηκα.
Μόλις είχε φύγει από το σπίτι η νονά μου.
Μα πού να ήξερα ότι τα χέρια μου είχαν σοκολάτα;
Ήμουν σίγουρος ότι τα είχα σκουπίσει.
Εγώ να την αγκαλιάσω ήθελα μόνο.
Μανία κι αυτή να φοράει λευκά ρούχα την άνοιξη…
– Ξύπνα, υπναρά! Ώρα για σχολείο μου λέει η μαμά και φεύγει. Σηκώνομαι με δυσκολία.
– Μην ξεχάσεις να ανοίξεις τα παντζούρια! φωνάζει από μακριά.
Στην αρχή το έκανα αμέσως, αλλά τον τελευταίο καιρό φοβάμαι.
Δεν πρέπει να πέρασε ένας μήνας
από τότε που δυο λύκοι με τρόμαξαν.
Είχαν κρυφτεί, και μόλις άνοιξα τα παντζούρια,
πετάχτηκαν μπροστά μου…
Παίρνω μια βαθιά ανάσα! Θα τους αντιμετωπίσω…
Η μέρα της εφημερίας για τον δάσκαλό μας έφτασε!
Εκατό παιδιά στην αυλή.
Τα μάτια του τα ’χει δεκατέσσερα. Δεν ησυχάζει λεπτό.
Τον παρατηρώ από μακριά.
Δεν προλαβαίνει να στρίψει στη γωνιά και μια κουκουνάρα έρχεται καταπάνω του.
Αναγκάζεται να σκύψει, για να την αποφύγει.
– Τι σας έχω πει για τις κουκουνάρες; φωνάζει και πιάνει τον λαιμό του.
«Λαρυγγίτιδα» του είχε πει ο γιατρός.
Να μη μιλάει καθόλου για τρεις μέρες.
– Καλά κι εγώ με νοήματα θα κάνω παρατηρήσεις;
μας παραπονιόταν μες στην τάξη.
Ένα βιβλίο για τη μοναδική σχέση δασκάλου - μαθητή.
Την ήθελα αυτή την πορτοκαλάδα.
Ναι, το ήξερα πως ήταν με ανθρακικό
και πως οι γονείς μου δεν θα μου επέτρεπαν να την πιω,
αλλά εγώ θα προσπαθούσα να τους πείσω..

ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗ ΠΛΑΤΕΙΑ
ISBN: 978-960-5631-18-5
Όλα ξεκίνησαν εκείνο το πρωινό στην παραλία.
Ο Αντρέας είπε για μια ακόμα φορά ένα ψέμα.
Δεν είχε όμως την κατάληξη που εκείνος περίμενε.
Η δασκάλα του κινδύνευσε στη θάλασσα,
η αγαπημένη του φίλη η Μυρτώ αναγκάστηκε να μετακομίσει με τους γονείς της,
ο γάτος του ο Τόμπι εξαφανίστηκε, η κυρα-Μάρω γλίτωσε την τελευταία στιγμή
πριν πάρει φωτιά το σπίτι της.
Και αυτά ήταν μόνο η αρχή…
Δεν έπρεπε να είχε πει εκείνο το ψέμα.
Το ήξερε καλά πια.
Μπορούσε ακόμα ο Αντρέας να επανορθώσει
ή ήταν πια πολύ αργά;
Κοιτάχτηκα μια τελευταία φορά στον καθρέφτη.
Ευτυχώς οι γονείς μου έλειπαν, κι έτσι δεν θα με διέκοπταν.
Έπρεπε να το κάνω σωστά!
Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, έβαλα τη μηχανή στο κεφάλι μου
και τρίχες άρχισαν να πέφτουν.
Συνέχισα το έργο μου, και στο τέλος
δεν υπήρχε ούτε μια τρίχα στο κεφάλι μου.
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή τρόμαξα λιγάκι.
Να, δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά φαινόμουν διαφορετικός…
Μια ιστορία για την ανιδιοτελή αγάπη.
Αλήθεια, μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε, όταν αγαπάμε αληθινά;
Σε μια πεδιάδα μακριά από σπίτια και φασαρία.
Στο τέρμα αυτού του δρόμου βρισκόταν
το σπίτι του κυρ Σταύρου, του «μπαμπά» μας.
Άνθρωπος αυτός, δέντρα εμείς.
Εγώ δεν έμοιαζα με τα υπόλοιπα δέντρα.
Εκείνα είχαν ρίξει περισσότερο μπόι από μένα
και καμάρωναν με τον ψιλόλιγνο κορμό τους,
ενώ ο δικός μου κορμός παρέμενε κοντός με τα κλαδιά μου
να καλύπτουν ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου.
Μια μέρα ο μπαμπάς με πλησίασε και μου είπε:
– Πώς μπερδεύτηκε σπόρος από άλλη ποικιλία στο σακούλι μου;
Δηλαδή, είχα φυτρώσει κατά λάθος εδώ;
Ο μπαμπάς μου, άραγε, μ’ αγαπούσε;
Μια ιστορία για τη διαφορετικότητα και την αποδοχή του άλλου!
Mόλις άνοιγε η πόρτα,
συναγερμός χτυπούσε για όλα εμάς τα περιστέρια.
Μπαίναμε σχεδόν ολόκληρα μέσα στα άχυρα,
για να προστατευτούμε.
Δεν έπρεπε να μας δει το φως!
Θα μας έκαιγε τα φτερά!
Ο πρώτος κανόνας που μάθαμε από την αρχηγό,
το περιστέρι με τα γαλάζια φτερά.
Νικάμε τους φόβους
Διεκδικούμε την Ελευθερία